ὀλολύττω
Look at other dictionaries:
ολολύττω — ὀλολύττω (ΑΜ) βλ. ολολύζω … Dictionary of Greek
ολολύζω — (ΑΜ ὀλολύζω και ολολύττω) βγάζω θρηνητικές κραυγές, θρηνώ γοερά, οδύρομαι, ολοφύρομαι, σκούζω αρχ. κραυγάζω, φωνάζω δυνατά, ιδίως για επίκληση γυναικών προς τους θεούς ή ως εκδήλωση χαράς («ὡς εἰποῡσ ὀλόλυξε θεὰ δὲ οἱ ἔκλυεν ἀρῆς», Ομ. Οδ.).… … Dictionary of Greek